-
1 σέβας
σέβ-ας, τό, only nom., acc., and voc. sg.; pl.A , as if from σέβος, τό: ([etym.] σέβομαι):— reverential awe, which prevents one from doing something disgraceful (cf. σέβομαι), σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Il.18.178
;αἰδώς τε σ. τε h.Cer. 190
; also awe with a notion of wonder,σ. μ' ἔχει εἰσορόωντα Od.3.123
, 4.75, cf. 142, etc.: generally, reverence, worship, honour,σ. ἀφίσταται A.Ch.54
(lyr.);σ. τὸ πρὸς θεῶν Id.Supp. 396
(lyr.): c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for him, Id.Ch. 645 (lyr.): c. gen. subjecti,πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σ. ἀστῶν Id.Eu. 690
; so εἰ. περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ ς. S.Ant. 304.II after Hom., the object of reverential awe, holiness, majesty,σ. Τροΐας Sapph.Supp.5.9
;δαιμόνων σ. A.Supp. 85
(lyr.); γᾶ, πάνδικον ς. ib. 776 (lyr.); θεῶν σέβη ib. 755, cf. E.Med. 752; Ἥλιε,.. Θρῃξὶ πρέσβιστον ς. (as Bothe and Lob. for σέλας) S.Fr. 582; σ. ἐμπόρων, of a funeral mound serving as a land-mark, E.Alc. 999 (lyr.): hence periphr. of reverend persons, ὦ μητρὸς ἐμῆς ς. A.Pr. 1091 (anap.); σ. κηρύκων, of Hermes, Id.Ag. 515;σ. ὦ δέσποτ' Id.Ch. 157
(lyr.), cf. E.IA 633; Πειθοῦς ς. A.Eu. 885; τοκέων ς. ib. 546 (lyr.); Ζηνὸς ς. S.Ph. 1289; of things,σ. μηρῶν A.Fr. 135
; ;σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu. 302
.2 object of awestruck wonder,σ. πᾶσιν ἰδέσθαι h.Cer.10
: πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, of Orestes, S.El. 685; of the arms of Achilles, Id.Ph. 402 (lyr.).
См. также в других словарях:
σέβας — το, πληθ. σέβη, ΝΑ σεβασμός, βαθιά υπόληψη (α. «έτρεφε μεγάλο σέβας προς τους γονείς του» β. «σέβας τὸ πρὸ θεῶν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «τα σέβη μου» (ως χαιρετισμός σε πρόσωπο άξιο σε βασμού) τα προσκυνήματά μου, τους με ιδιάζουσα εκτίμηση… … Dictionary of Greek